- ύπορθος
- -ον, Α [ὀρθός]1. αυτός που είναι ημιόρθιος, που στηρίζεται στο κρεβάτι2. ο σχεδόν ευθύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕπορθοι — ὕπορθος more or less upright masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι … Dictionary of Greek
υπορθώ — και ὑφορθῶ, όω, Α [ὕπορθος] ορθώνω κάτι στηρίζοντάς το από κάτω … Dictionary of Greek